- Κέρβερος
- Κέρβερος, ὁ, Cerberus, the many-headed dog of Hades, Hes.Th. 311, etc.II name of a bird, Ant.Lib.19.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Κέρβερος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρβερος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρβερος — Μυθολογικό ον. Είχε μορφή σκύλου με τρία (ή πενήντα) κεφάλια και ουρά φιδιού και φρουρούσε την είσοδο του Άδη. Ήταν γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας, όπως επίσης ο δικέφαλος σκύλος του Γηρυόνη, Όρθρος, η Λερναία Ύδρα και άλλα τέρατα. Ο Κ.… … Dictionary of Greek
Κέρβερος — ο 1. τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τρικέφαλο σκυλί με ουρά φιδιού, φύλακας των πυλών του Άδη. 2. μτφ., άγρυπνος και αυστηρός φύλακας: Είναι κέρβερος ο νυχτοφύλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κερβέρου — Κέρβερος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερβέρου — κέρβερος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερβέρους — Κέρβερος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερβέρους — κέρβερος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερβέρων — Κέρβερος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερβέρων — κέρβερος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερβέρῳ — Κέρβερος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)